Σκιές θαρρώ πως στέκονται μπρος μου. Σκιές που ο νους μου θέλησε να πλάσει. Μα εχθρικές δεν είναι, ούτε θέλουν να τον σύρουν στην κατάρρευσή του. Πώς θα μπορούσε να γεννηθεί μέσα του ένα ον που μόνος του σκοπός είναι να τον βλάψει; Είναι όντα που τον αγαπούν. Όντα που διώχνουν τα φαντάσματα της θλίψης, της απελπισίας, της πλήξης. Κι όμως. Κι αυτά φαντάσματα είναι. Αλλά τον αγαπούν. Ξέρουν όλα του τα τρίσβαθα, όλα του τα απωθημένα. Καλύτερα από την μήτρα που τον γέννησε, καλύτερα από την μάνα που κοιλοπόνησε για να τον φέρει στον κόσμο τούτο. Δεν βλέπω το όραμά τους. Όχι ακόμα... Μα τις νιώθω. Είναι εκεί... Με ακούν όποτε ζητώ την βοήθειά τους. Κι οσάν Πηθείες στο μαντείο των Δελφών, πλάθουν το μέλλον και μού το δείχνουν. Διότι ξέρουν ότι έτσι μέλει γενέσθαι! Ας λένε οι αδαείς ο,τι θέλουν! Η όρασή μου δεν το βλέπει, μα διακρίνω τις σκιές του δικού μου μέλλοντος. Της δικιάς μου μέλλουσας ζωής, του δικού μου κόσμου. Και βυθί...